18.10.12

I just realized that every gif I used for this post has the female star of each film in it

Ευτυχώς τελείωσε η εξεταστική και καταφέραμε να δούμε καμιά ταινία...


Looper, του Rian Jonshon


To καλό με το "Looper" του Rian Johsnon, είναι ότι άλλη ταινία πας να δεις και άλλη τελικά βλέπεις. Το "Looper" διαφημίστηκε ως μια ελαφριά περιπέτεια που εξελίσσεται στο ζοφερό, βουτηγμένο στην παρανομία μέλλον και στην οποία οι loopers δολοφονούν έναντι παχυλής αμοιβής τους εγκληματίες του μέλλοντος οι οποίοι εμφανίζονται σε αυτούς μέσω time travel. Το τι τελικά βλέπεις ξεπερνάει κατά πολύ αυτό το αρχικό concept, αλλά δεν θα το αποκαλύψω γιατί θαρρώ πως δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα από το να ανακαλύπτεις μόνος σου, παρακολουθώντας μια ταινία, τι κρύβεται τελικά μέσα στο μυαλό αυτού που τη δημιούργησε. Η κρυφή υπόθεση του "Looper" είναι η μεγαλύτερη του γοητεία. Αλλά δεν σταματάει μόνο εκεί.

Το Looper είναι ένα sci-fi, neo-noir western με έναν εξαιρετικά bad-ass Bruce-Willis-look-alike, με έντονα βαμμένο φρύδι και παραφουσκωμένο με βαμβάκι στόμα Joseph Gordon Levitt (έξοχο το εν λόγω gif btw) που παίζει πολύ έντονα με το μυαλό σου, σε φάσεις σου γαμάει τον εγκέφαλο. Χωρίς να κρύβει καθόλου τις επιρροές τους από μεγάλες φουτουριστικές ταινίες όπως τα "12 Monkeys", "Inception" και "Terminator" δημιουργεί ένα σκοτεινό, υποβλητικό σύμπαν με παρηκμασμένες μεγαλουπόλεις όπου το έγκλημα ανθίζει και ο καθένας παίρνει το νόμο στα χέρια του. Τα εφέ στο "Looper" έχουν δευτερεύουσα σημασία και κρατούν περισσότερο βοηθητικό ρόλο, χωρίς όμως αυτό να τα κάνει λιγότερο εντυπωσιακά ή να αποδυναμώνει τη δράση. Εξάλλου, το "Looper" είναι πάνω απ' όλα μια περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας. Αλλά δε μένει μόνο εκεί.

Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Rian Johnson δίνει μεγάλη βαρύτητα στους χαρακτήρες της ταινίας τους, στις πράξεις τους και στο πως αυτές θα επηρεάσουν όχι απλά τους γύρω τους αλλά και το μέλλον τους. Πως μια κακή επιλογή μπορεί να οδηγήσει στο θάνατο του καλύτερού σου φίλου και μια καλή στη σωστή ανατροφή ενός μπερδεμένου παιδιού. Ο Johnson παίζει πολύ με τα ηθικά διλήμματα (πόσο εύκολο είναι αλήθεια να δολοφονήσεις τον μελλοντικό σου εαυτό;) και καταπιάνεται επίσης με ζητήματα όπως τα ναρκωτικά, η οικογένεια και ο έρωτας, δίνοντας στο "Looper" μια πιο ανθρώπινη διάσταση και στο θεατή τροφή για σκέψη. Ιδιοφυέστατα γραμμένο (αν και πολλά γράφτηκαν για τις σεναριακές τρύπες που δημιούργησε το time travel) και σκηνοθετημένο με εξαιρετική μαεστρία, το "Looper" είναι μια  μεστή, ολοκληρωμένη ταινία που σε παγιδεύει μέσα της, που όσο περνάει η ώρα γίνεται όλο και καλύτερη και κορυφώνεται συστηματικά μέχρι το απρόσμενο φινάλε.

8,5/10


Cosmopolis, του David Croneberg


To "Cosmopolis" είναι το "Dangerous Method" του 2012. Άλλη μία ταινία του Croneberg που απαιτεί τεράστια υπομονή και δύναμη για να τη δεις μέχρι τους τίτλους τέλους της. Ο Pattinson υποδύεται έναν 28χρονο, ζάμπλουτο οικονομολόγο που βλέπει την αυτοκρατορία του να καταρρέει ενώ βρίσκεται στο δρόμο για τον μπαρμπέρη με την λαμπερή λιμουζίνα του. O Croneberg, σε μια ακόμη προσπάθεια να κάνει το κοινό του να βαρεθεί τη ζωή του, δημιούργησε με το "Cosmopolis" μια συρραφή διαλόγων μεταξύ του πρωταγωνιστή και των βοηθών, φίλων, εργαζόμενων, εραστών και εχθρών του. Δηλαδή για 2 ώρες παρά κάτι ακούς ασταμάτητα ανθρώπους να συζητάνε για τον καπιταλισμό, το σεξ, τα λεφτά, τη ζωή και την τέχνη. Τονίζω το "ασταμάτητα". 

Είναι αδιανόητο το πόσο βασανιστικά αργά περνάει η ώρα καθώς βλέπεις το "Cosmopolis". Το σενάριο ναι μεν έχει ενδιαφέρον από μια κοινωνικοπολιτική σκοπιά, αλλά είναι τόσο ασύλληπτα φλύαρο και "ξερό" που δυσκολεύεσαι να το παρακολουθήσεις με το ενδιαφέρον σου αμείωτο. Είναι σαν ο Croneberg να πήρε το ομώνυμο βιβλίο του DonDeLillo, πάνω στο οποίο βασίζεται η ταινία, και να το μετέφερε αυτούσιο στο σινεμά χωρίς να το προσαρμόσει στα μέτρα και τις απαιτήσεις της μεγάλης οθόνης. Και κάπως έτσι κερδίζει άνετα τον τίτλο του μεγαλύτερου εν ζωή κινηματογραφικού πολυλογά. Δε φτάνει όμως που η ταινία είναι βαριά και ασήκωτη από άποψη ροής, σου τρίβει και στα μούτρα το αποχαυνωμένο βλέμμα του ξεπλημένου, ατάλαντου μαϊντανού που ακούει στο όνομα Robert Patinson. Δεν είναι να απορείς πως αυτός και η Kristen Stewart τα τακιμιάσανε. Ξενέρωτοι, άνευροι, αδιάφοροι, με την ίδια δυσκολία να ανοίξουν τελείως τα βλέφαρα τους. Σαν το "Cosmopolis" ένα πράγμα.

2,5/10


On the Road, του Walter Sales


Too much drinking, too much fucking, too much driving, too much smoking, too much talking about nothing. Αυτό θα μπορούσε να είναι το tagline του "On the Road", αν και τώρα που το ξαναβλέπω, παραείναι μεγάλο για κάτι τέτοιο. Όταν σου λένε ότι ο Walter Sales, o σκηνοθέτης του μοναδικού και εξαιρετικού "Diarios de Motocicleta" (του οδοιπορικού του Τσε Γκεβάρα στη Νότιο Αμερική, μαζί με τον πιστό του σύντροφο Alberto Granado) θα μεταφέρει το "On the Road" του Jack Kerouac, το καθοριστικό μυθιστόρημα για το beat κίνημα που εξιστορεί το οδοιπορικό του Sal με τον αγαπημένο φίλο του Dean στην Αμερική (χαρακτήρες βασισμένοι κατά πολύ στον ίδιο τον Kerouac και στον Neal Cassady, μια ακόμη μεγάλη μορφή του beat κινήματος), δεν μπορείς παρά να περιμένεις ένα ακόμη αριστούργημα.

Κάπου χάλασε όμως η συνταγή και παρά το εξαιρετικό casting, τη φοβερή φωτογραφία και τη σταθερά εντυπωσιακή δουλειά του Gustavo Santaolalla στο soundtrack, το "On the Road" είναι απογοητευτικό. Μοιάζει σαν ο μόνος λόγος για τον οποίο γυρίστηκε ήταν για να δείξει τα βυζιά της Kritsen Stewart. Που μιας και την ανέφερα, σε αντίθεση με τον κερατά ερωτύλο της (aka Robert Patinson), η Kristen Stewart απέδειξε στο "On the Road" ότι στα χέρια ενός καλού σκηνοθέτη μπορεί πραγματικά να κάνει θαύματα. Πλάι της στέκονται ένας γοητευτικά πράος Sam Riley, ο άψογα εναρμονισμένος με το ρόλο του Garrett Hedlund, μια παραδόξως αδιάφορη Kirsten Dunst, ένας αρκετά δυνατός Tom Sturridge (αν και όχι ακόμα ικανός για ένα μεγάλο breakthrough) και οι εξαιρετικοί, αν και σε ρόλους cameo, Viggo Mortensen, Elisabeth Moss, Steve Buscemi και Amy Adams. Κάπου εδώ θα αναρωτιέσαι τι πήγε στραβά.

Είναι αλήθεια απορίας άξιο πως ο Sales κατάφερε να προσδώσει στην ιστορία του Κερουάκ τέτοια ελαφρότητα και ρηχότητα. Σα να παρακολουθείς 2 οποιαδήποτε πιτσιρίκια που αποφάσισαν να αλωνίσουν την Αμερική, γαμώντας, πίνοντας και καπνίζοντας ότι βρουν μπροστά τους, χωρίς να τους ενδιαφέρουν οι επιπτώσεις των πράξεών τους ή πόσους ανθρώπους θα πληγώσουν στο διάβα τους. Α, και ο ένας από τους δύο θέλει να γράψει ένα βιβλίο και είναι και οι δύο κάπως intelectual γκομενάκια. So what? Η ταινία στερείται νοήματος, μοιάζει να μη θέλει να καταλήξει κάπου, να μην έχει κάποιο ουσιαστικό στόχο. Το φινάλε της είναι τόσο φλατ που σου αφήνει μια πολύ πικρή γεύση στο στόμα. Τη γεύση της απογοήτευσης. Και το λεγαν όλοι.. Το "On the Road" είναι πολύ δύσκολο βιβλίο για να μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη. Αλλά εσύ Sales μου δεν τους άκουσες. Κρίμα.

4,5/10


Killer Joe, του William Friedking



Ένα μεγάλο προσωπικό χρέος θα οδηγήσει τον Chris να οργανώσει με τη βοήθεια του πατέρα του τη δολοφονία της μάνας του, η οποία έχει ασφάλεια ζωής της τάξεως των 50.000 δολαρίων. Για τη δουλειά θα προσλάβουν τον Joe, έναν αστυνομικό ντετέκτιβ που διατίθεται να κάνει τη δουλειά για 25 χιλιάρικα. Επειδή όμως ο Chris και ο πατέρας του δεν μπορούν να του δώσουν την αμοιβή του προκαταβολικά, θα αναγκαστούν να του παραχωρήσουν την Dottie, τη μικρή κόρη της οικογένεια, σαν εγγύηση.

Σε αυτό το εντελώς ανθ-οικογενειακό περιβάλλον εξελίσσεται το "Killer Joe", που θα μείνει στην ιστορία αρχικά ως η ταινία στην οποία ο Matthew McConaughey θυμήθηκε ότι είναι ηθοποιός, έστω και λίγο πριν κλείσει το 20ο έτος της κινηματογραφικής καριέρας του. Ανησυχητικά γαλήνιος, με ένα παγωμένο, ψύχραιμο βλέμμα, μυρίζει διαστροφή από χιλιόμετρα και σε καθηλώνει με κάθε του ατάκα. Και πρόκειται απλώς για την κορυφή ενός τρομερά δυνατού και συμπαγούς καστ, που περιλαμβάνει τον σταθερά άψογο Emile Hirsch, τη μαγευτική Juno Temple, την  απρόσμενα εξαιρετική Gina Gershon και τον Thomas Hayden Church σε έναν πιο comic-relief ρόλο.

Βουτηγμένο στο μαύρο χιούμορ, τη σαδιστική βία, το απροκάλυπτο γυμνό (στο δεύτερο μόλις λεπτό της ταινίας βλέπουμε το μουνί της Gershon φάτσα φόρα) και τις θανατηφόρες ατάκες, το "Killer Joe" είναι μια αιματοβαμμένη, σατυρική κωμωδία, με ψήγματα περιπέτειας, τρομερή σεξουαλικότητα και άφθονο σασπένς. Ο Friedkin, 40 χρόνια μετά το "French Connection" και τον "Εξορκιστή", διατηρεί τον πήχη ψηλά, σοκάρει, προβληματίζει και τελικά αποστομώνει με την ακούραστη σκηνοθετική του δεινότητα. Γιατί που αλλού οφείλεται αυτή η διαρκής αίσθηση του κινδύνου από το πρώτο δευτερόλεπτο μέχρι το φρικιαστικό φινάλε, αυτή η αδικαιολόγητη γοητεία που αποπνέει η σκοτεινή, neo-noir ατμόσφαιρα, αυτή η ερμηνευτική αποκάλυψη που ακούει στο όνομα Matthew McConaughey; Τα σέβη μου λοιπόν κύριε Friedkin, το "Killer Joe" μόλις κέρδισε με το σπαθί του μια θέση ανάμεσα στις καλύτερες ταινίες της χρονιάς.

9/10



To Rome with Love, του Woody Allen



Αλήθεια τώρα Woody Allen;; Μετά το "Midnight in Paris" γύρισες αυτό το πράγμα; Αυτά παθαίνεις όμως άμα γυρίζεις από μια ταινία το χρόνο. Πόσες καλές ιδέες μπορεί να έχεις πια; 

To "To Rome with Love" είναι μια σαχλή και τετριμμένη ρομαντική κομεντί, μια σειρά από χαρωπές ιστοριούλες αγάπης και έρωτα στην Αιώνια Πόλη. Σε κάθε μία από τις τέσσερις ιστορίες πρωταγωνιστεί ο Woody Allen. Δηλαδή έτσι θα ήθελε, αλλά επειδή κάτι τέτοιο δεν θα ήταν ιδιαίτερα αληθοφανές, πήρε τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μία από τις τέσσερις ιστορίες και προσέλαβε άλλους τρεις ηθοποιούς (Jesse Eisenberg, Alessandro Tiberi, Roberto Benigni) να παριστάνουν τους νευρασθενικούς γόηδες στις υπόλοιπες ιστορίες. 

Το "Το Rome with Love" μοιάζει πάρα πολύ με ελληνική φαρσοκωμωδία. Είναι ασυνεπές σεναριακά, κουβαλά κάθε λογής κλισέ και κάθε είδους καρικατούρα. Η σκηνή στο ξενοδοχείο για παράδειγμα, με τον διάσημο ηθοποιό, την χωριατοπούλα και τον κλέφτη θα μπορούσε άνετα να είχε συμβεί αυτούσια σε κάποιο επεισόδιο του Καφέ της Χαράς. Κρίμα  που ένα τόσο καλό καστ χαραμίστηκε έτσι. Η Ρώμη πάντως πολύ όμορφη πόλη, άμα δεν ήταν τόσο ενοχλητικοί οι Ιταλοί θα έκλεινα εισιτήρια σήμερα κιόλας.


3/10


Ill Manors, του Ben Drew


Είναι κάπως άνιση και μπερδεμένη ταινία το Ill Manors. To δραματικό χιπ χοπ "μιούζικαλ" του Ben Drew (ο κατά κόσμον ράπερ Plan B) είναι ένα βίαιο, ψυχοπλακωτικό συνονθύλευμα διαφορετικών ιστοριών με πυρήνα 8 βασικούς χαρακτήρες του υπόκοσμου του Λονδίνου (δύο βαποράκια, δύο μεγαλέμπορους ναρκωτικών, μια πόρνη εθισμένη στην ηρωϊνη, μια έγκυο, αλλοδαπή πόρνη, έναν αρχηγό συμμορίας και έναν πιτσιρικά που θέλει να μπει στον κόσμο των ναρκωτικών και του εγκλήματος) οι ζωές των οποίων μπλέκονται μεταξύ τους, επηρεάζοντας η μία την άλλη σα ντόμινο, δημιουργώντας μια βουτηγμένη στο αίμα και στη σαπίλα ιστορία που μοιάζει ρεαλιστική αλλά εύχεσαι να μην είναι.

Ο Plan B πρώτη του φορά καταπιάνεται με την κάμερα σε μεγάλου μήκους ταινία, πράγμα που γίνεται φανερό από τον τρόπο με τον οποίο πειραματίζεται μαζί της, χρησιμοποιώντας διάφορα τρικ, άλλα πετυχημένα άλλα όχι. Η πιο χαρακτηριστική και εφάνταστη ιδιομορφία της ταινίας είναι η παρουσίαση του καθενός εκ των πρωταγωνιστών με ένα  διαφορετικό τραγούδι ραπ για τον καθένα, υπό τους ήχους του οποίου βλέπουμε σκηνές από το πρόσφατο παρελθόν τους που μας είναι απαραίτητες για να καταλάβουμε τις πράξεις τους στο παρόν. Εξαιρετικό αφηγηματικό εργαλείο στα χέρια του Plan B, το οποίο τον βοηθάει ιδιαίτερα να δώσει ένα καλό τέμπο στην ταινία. Και μην ξεχνάμε ότι το soundtrack της ταινίας είναι από μόνο του τέλειο.

Το κακό όμως με τους πολλούς χαρακτήρες της ταινίας είναι ότι έχει ανοίξει πάρα πολλά μέτωπα με αποτέλεσμα να μην είναι συνεπής προς κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά και εξαιτίας της ανάγκης για ταχύτητα (πολλά στόρι σε 2 ώρες = λίγος χρόνος για το κάθε στόρι) να οδηγούνται σε μη αιτιολογημένες συμπεριφορές και αντιδράσεις. Το σενάριο είναι λίγο μπάχαλο καθώς στερείται κεντρικής πλοκής αλλά κερδίζει πόντους από την ωμή σκιαγράφηση του σάπιου, νυχτερινού Λονδίνου. Το τελικό αποτέλεσμα μπορεί σε σημεία να φαντάζει υπερβολικά φασαριόζικο (πολλά νεύρα, τσαμπουκάς και βρισίδι ρε αδερφέ), σε άλλα όμως είναι απλά συγκλονιστικό. Τα εύσημα ανήκουν στον Plan B που με τόσο χαμηλό προϋπολογισμό, σχεδόν ολοκληρωτικά άπειρο καστ και μικρή εμπειρία πίσω από την κάμερα, δημιούργησε κάτι τόσο αξιοπρεπές.


6/10

Safety Not Guaranteed, του Colin Trevorrow



Εγώ με κάτι τέτοιες ζουζουνιάρικες ταινίες σαν το "Safety Not Guaranteed" το πρώτο πράγμα που θέλω να γράψω και να υπογραμμίσω είναι ότι θέλω να πάρω όλους τους πρωταγωνιστές αγκαλιά και να τους πω ότι τους αγαπώ. Οι πρωτοεμφανιζόμενοι Colin Trevorrow και Derek Connolly, σκηνοθέτησαν και έγραψαν, αντίστοιχα, μια από τις πιο όμορφες indie εκπλήξεις της χρονιάς. Η Aubrey Plaza (τι όνομα και αυτό!) του Parks and Recreation, ο Jake Johnson του New Girl και ο Karan Soni, που σύντομα θα γίνει ο καινούργιος αγαπημένος Ινδός weirdo σε κάποια σειρά που θα τον ανακαλύψει, ψάχνουν να βρουν και να πάρουν συνέντευξη από έναν περίεργο τύπο (Mark Duplass) που ψάχνει ένα σύντροφο για ένα ταξίδι που ετοιμάζει... στο παρελθόν.

Το ιδιόμορφο αυτό κουαρτέτο ηθοποιών και χαρακτήρων είναι το βασικό κλειδί πίσω από την επιτυχία του "Safety Not Guaranteed". Αυτοί, το πρωτότυπο σενάριο και τα μελαγχολικά τοπία συνθέτουν μια ιδιαίτερα περίεργη αλλά τρομερά απολαυστική κομεντί που είναι ικανή να σε κάνει να γελάσεις αλλά και να βουρκώσεις. Ο Trevorrow και ο Connolly χρησιμοποιούν στο έπακρο τα 86 λεπτά που έχουν στη διάθεσή τους χωρίς να σπαταλούν ούτε δευτερόλεπτο, δίνουν εξαιρετικό ρυθμό και φορτίζουν τη ταινία με το απαραίτητο κωμικό, δραματικό και περιπετειώδες φορτίο, οδηγώντας σε ένα πολύ καλό αποτέλεσμα. Το φινάλε μπορεί να σε αφήνει κάπως μετέωρο, αλλά ότι παρακολούθησες την προηγούμενη μία ώρα σε ξεπληρώνει και με το παραπάνω.


7/10

Silent House, των Chris Kentis και Laura Lau


Το “Silent House” είναι ιδιόμορφη ταινία, πράγμα που μάλλον οφείλεται και για τη λαίλαπα αρνητικών σχολίων που συνόδεψε την πρεμιέρα της. H βασική της ιδιομορφία έγκειται φυσικά στο ότι πρόκειται για μια ταινία που φαίνεται να έχει γυριστεί σε μία λήψη. Εμπνευσμένοι από το “Rope” του Alfred Hitchcock και το “Russian Ark” του Alexandr Sukurov, οι σκηνοθέτες του “Silent House” Chris Kentis και Laura Lau, υιοθέτησαν μια τεχνική με την οποία η ταινία φαντάζει σαν ένα μεγάλο μονόπλανο γυρισμένο σε αληθινό χρόνο, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για λήξεις των 12 με 15 λεπτών που ενώθηκαν μεταξύ τους στο μοντάζ με τρόπο που να μοιάζει σαν μια λήξη. Το αποτέλεσμα αυτής της τεχνικής βέβαια έχει τα θετικά και τα αρνητικά του, γιατί από την μία σε βάζει πολύ έντονα στο κλίμα της ταινίας, δημιουργεί αγωνία και ένταση, αλλά από την άλλη κουράζει τρομερά τον θεατή, ο οποίος ουσιαστικά στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας παρακολουθεί την (εκπληκτική) Elizabeth Olsen να περιφέρεται τρομοκρατημένη μέσα σε ένα σκοτεινό, βικτοριανό σπίτι.

Μπορεί η ταινία να μην έχει να ζηλέψει κανένα άλλο θρίλερ στο θέμα “ατμόσφαιρα”, αλλά τα ασταμάτητα πήγαινε-ελα μέσα στους ίδιους χώρους ενός σπιτιού εξαντλούν τον θεατή μετά τα πρώτα 20 λεπτά. Και φυσικά οι πρωταγωνιστές είναι σα να μην έχουν δει ποτέ θρίλερ στη ζωή τους και παίρνουν την μία ριψοκίνδυνη και ηλίθια απόφαση μετά την άλλη. Ευτυχώς όμως, το “Silent House” παίζει ένα πολύ πιο τίμιο παιχνίδι σχετικά με άλλα θρίλερ της κατηγορίας του. Σου δίνει τροφή καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, έτσι ώστε κι εσύ ως θεατής να ανακαλύψεις λιθαράκι λιθαράκι τι κρύβεται πίσω απ’ όλη αυτή την τρέλα που παρακολουθείς, να ξεδιπλώσεις από μόνος σου το μυστήριο του σπιτιού, να ανακαλύψεις το μυστικό του. Το twist του φινάλε μπορεί να θεωρηθεί προβλέψιμο, ακριβώς επειδή η ταινία δεν προσπαθεί ιδιαίτερα να το κρύψει, αλλά οδηγεί στην απαραίτητη κάθαρση που δικαιολογεί την υπομονή που έκανες καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας.


5,5/10

V/H/S, των Adam Wingard, David Bruckner, Ti West, Gleen McQuaid, Joe Swanberg και Radio Silence


Σπονδυλωτό θρίλερ με 6 ξεχωριστές ιστορίες τρόμου, μια σειρά από τύπου found-footage μικρές ιστορίες, γυρισμένες από 5 διαφορετικούς σκηνοθέτες και την κολεκτίβα σκηνοθετών Radio Silence. Αλητάκια της κακιάς ώρας που τα σπάνε όλα στο πέρασμά τους, καυλωμένα κολεγιόπαιδα που βγήκαν για να μεθύσουν και να μαγνητοσκοπήσουν τις ερωτικές τους πράξεις, ένα νερόβραστο ζευγάρι σε διακοπές, ένα παντελώς αταίριαστο κουαρτέτο φίλων που κόβει βόλτες στα δάση, μια μισότρελη τύπισσα σε σχέση από απόσταση και μια παρέα από τίμιους κάγκουρες που ψάχνουν να βρουν ένα πάρτυ. Αυτοί είναι οι πρωταγωνιστές και το βασικό storyline των έξι διαφορετικών ιστοριών που περιλαμβάνει το “V/H/S”, ο νέος απόγονος της τρέλας που ακούει στο όνομα “Paranormal Activity”. 

Αρχικά να ξεκαθαρίσουμε ότι καμία ιστορία δεν συνδέεται με την άλλη με κανένα απολύτως τρόπο. Είναι απλώς έξι ξεκάρφωτες ιστορίες, με τη μόνη διαφορά ότι οι πρωταγωνιστές της πρώτης παρακολουθούν τις υπόλοιπες πέντε σε μια τηλεόραση ενός σκοτεινού σπιτιού, με έναν νεκρό σαπιοκοιλιά να κείτεται σε μια πολυθρόνα ακριβώς από πίσω τους. Αρκετά σουρεάλ. Το κεντρικό στόρι είναι απλά ηλίθιο. Και ενοχλητικό. Το πρώτο από τα παράλληλα στόρι είναι ίσως το καλύτερο απ’ όλα. Σέξυ, γκορ και ως ένα βαθμό εθιστικό. Το δεύτερο στόρι πάλι είναι αδιάφορο με μια μικρή ανατροπή στο φινάλε. Το τρίτο στόρι είναι κακογραμμένο και παντελώς κουλό. Το τέταρτο στόρι είναι αστείο. Βγάζει γέλιο, αν και αμφιβάλλω ότι είναι αυτός ο σκοπός του. Το πέμπτο πάλι είναι ενδιαφέρον, με εξαιρετική κορύφωση στο φινάλε. Και όλα μαζί είναι υπερβολικά σεξουαλικά (αλλά φθηνιάρικα σεξουαλικά, όχι το καλό το σεξουαλικό το ωραίο, το άλλο το να δείξουμε κανά βυζί και κανά μουνί μπας και τραβήξουμε κόσμο) και παρά την πολύ καλή ατμόσφαιρα, η μεγάλη συνολική διάρκεια δεν σου κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον.Είναι σα να μαζεύτηκαν 10 άτομα, να ρίξαν κάτω ιδέες για θρίλερ, να συνειδητοποίησαν ότι καμία ιδέα δεν παρέχει αρκετό υλικό για μεγάλου μήκους ταινία και να αποφάσισαν να τις χώσουν όλες μαζί σε μία. Σε τιμή ευκαιρία. Σαμπουάν και μαλακτικό και κρέμα μαλλιών και hair scrub και λακ και λάδι αναδόμησης. Και έτσι μένουν όλοι ικανοποιημένοι.

4/10

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου