5.5.12

Golden Girls

Μπορεί το post αυτό να είναι λίγο εκτός τόπου και χρόνου, αφού δεν ασχολείται με τις εκλογές. Ξέρετε, στην Ελλάδα τέτοια περίοδο δεν νοείται κάποιος να μην ασχολείται με τις εκλογές, να μην εκμεταλλεύεται τα 15 λεπτά πολιτικού πραγματογνώμονα που του αντιστοιχούν και να αφήνει στο περιθώριο τη συζήτηση για το τι θα έκανε αυτός στη θέση του Βενιζέλου ή του Τσίπρα. Γι' αυτό και μπορείτε να δείτε το post αυτό σαν μια αναμέτρηση, ένα crash test ανάμεσα σε 3 hyped γυναικεία άλμπουμ, ένα μαλλιοτράβηγμα της Bethany, της Marina και της Malin, των Χρυσών Κοριτσιών της indie, χωρίς να βγαίνει καμία νικήτρια όμως. Κάτι σαν τις εκλογές δηλαδή.




Η Bethany Cosentino ξέρει τι κάνει. Μετά το ξαφνικό μπαμ των Best Coast το 2010, η επιστροφή τους ήταν από τις πιο πολυαναμενόμενες τις χρονιάς. Εξ' ου και όλο το hype που είχε δημιουργήσει η ίδια γύρω από τα νέα της κομμάτια, χαρακτηρίζοντάς τα "emo", και επιστρατεύοντας τον Jon Brion στην παραγωγή. Ο άνθρωπος πίσω από το "Late Registration" του Kanye και με συνεργασίες με τους Of Montreal, τη Fiona Apple και την Dido, είναι το μεγάλο όνομα αυτή τη φορά, που θα μπορούσε να βοηθήσει την Bethany να περάσει από τα indie αλώνια στα mainstream σαλόνια, με τον ίδιο τρόπο που πέρασε η Florence κάτι χρόνια πριν. Αλλά όχι, αυτή τη φορά ο Brion πάει με τα νερά της κυρίας Cosentino, αφήνοντας τους πειραματισμούς πίσω και φτιάχνοντας ένα δίσκο που πατάει πάνω στις φόρμες του "Crazy For You", φωνάζοντας όμως το πόσο έχει εξελιχθεί η ίδια ως καλλιτέχνης. Δεν είναι πλέον το γκομενάκι από την California που χτυπάει τατουάζ, πίνει μπάφους και τρώει χυλόπιτες, αλλά μια τραγουδοποιός που θέλει να μοιάσει στη Stevie Nicks και το δείχνει, αφού το "The Only Place" προσπαθεί πολύ να γίνει "Rumors", αλλά το surf παρελθόν του το κατατρέχει. Δεν το λέω σε καμία περίπτωση για κακό, ο δίσκος είναι πολύ προσεγμένος. Τα περισσότερα τραγούδια είναι mid tempo, δροσερά, ανάλαφρα, ότι πρέπει για να νομίζεις ότι είσαι στις ακτές της California το καλοκαίρι που έρχεται. Το μόνο που δεν έχει αλλάξει είναι ότι η Cosentino εξακολουθεί να τρώει χυλόπιτες ή, έστω, να τυραννιέται από το αμόρε Nathan Williams (κατά κόσμον Wavves) και αυτό βγαίνει προς τα έξω, συγκεκριμένα στη θεματολογία όλων των κομματιών του album, που είναι για αγάπες, χωρισμούς, ανεκπλήρωτες αγάπες, άσχημους χωρισμούς και όλα αυτά τα ρομαντικά. Τίτλοι όπως το "Why I Cry" και "Do You Still Love Me Like You Used To" αντικατοπτρίζουν στιχουργικά ολόκληρο το δίσκο, με εξαίρεση ίσως το "How They Want Me To Be" στο οποίο η Bethany αφήνει πίσω την κλαούνα και σε 4 λεπτά αφηγείται πώς ένας άνθρωπος μπορεί να σε βοηθήσει να δραπετεύσεις από την πίεση των γύρω σου και να βρεις τον εαυτό σου. Πολύ ρομαντικό, αν και δεν φτάνει τα επίπεδα του "Up All Night", της γλυκόπικρης ανάμνησης μιας σχέσης που δεν δούλεψε και του ανεκπλήρωτου αισθήματος που αυτή σου αφήνει. Και όλα αυτά σε ένα πολύ χαριτωμένο μουσικό περιτύλιγμα, που λειτουργεί ως το χαρούμενο αντίβαρο στη μελαγχολία των στίχων. Μπορεί οι Best Coast να μην είναι οι νέοι Fleetwood Mac, και καλύτερα κιόλας, αλλά η Stevie Nicks θα ήταν περήφανη για τη fan της. 







Οι Niki & The Dove είναι Σουηδοί, τερμάτισαν στην 5η θέση του BBC Sound of 2012 και δεν έχουν καμία Niki στη σύνθεσή τους. Σοβαρά, στα φωνητικά είναι η Malin Dahlström και όχι κάποια Niki, προς μεγάλη μου έκπληξη. Αυτοί, λοιπόν, από το 2010 κυκλοφορούν σκόρπια κομμάτια και demos, ενώ το 2011 κυκλοφόρησαν το πρώτο τους EP. Ήρθε η ώρα, λοιπόν, όλα αυτά να τα μαζέψουν και να τα βάλουν σε ένα album, το "Instinct". Έχοντας μαζέψει υλικό σε ένα τόσο ευρύ χρονικό διάστημα, το τελικό αποτέλεσμα δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι κακό. Τα κομμάτια έχουν όλα πολύ καλή παραγωγή, τυπικό φαινόμενο για Σουηδό καλλιτέχνη και ο ήχος τους είναι σαν να έχεις βάλει στο mixer τους ABBA, τη Robyn και τους Knife. Σημαντικό ρόλο παίζει η φωνή της Dahlström που, θυμίζοντας λίγο Kate Bush, κατορθώνει και λειτουργεί ως ξεχωριστό όργανο, πράγμα που λίγοι vocalists πετυχαίνουν. To εναρκτήριο "Tomorrow" θα μπορούσε να είναι leftover της Cyndi Lauper από τα ΄80s, με την απλή σύνθεση, το catchy ρεφρέν και την synth παραγωγή. Το drum machine οργιάζει στο "The Drummer" την ώρα που η Malin παρομοιάζει, ουρλιάζοντας, την καρδιά της με τύμπανο, ενώ το "In Our Eyes" ξαναγυρνάει στην ευάλωτη απλότητα του "Tomorrow", δηλώνοντας ότι "If I belong to somewhere, is in your arms" υπό τον ήχο των εγχόρδων. Και κάπου εκεί ο δίσκος σε έχει ήδη κερδίσει, πολύ σημαντικό να γίνεται κάτι τέτοιο από τα πρώτα κιόλας κομμάτια. Υπάρχουν πολλά διαολεμένα καλά σημεία στο δίσκο. Το breakdown του "Mother Protect", η '80ίλα του "Somebody", τα τύμπανα και οι ψίθυροι του "The Gentle Roar" (και τα 'ποπ ποπ' του, αλλά μην με ρωτήσετε τι εννοώ, δεν βρήκα καλύτερο τρόπο να τα περιγράψω) και η μελωδία του "Winterheart" εξυψώνουν το δίσκο και σε κάνουν να αναρωτιέσαι μήπως οι The Knife βρήκαν τους λιγότερο πειραματικούς διαδόχους τους. Δεν ξέρω την απάντηση, και δεν με νοιάζει κιόλας, από τη στιγμή που η Σουηδία συνεχίζει να μας τροφοδοτεί με φανταστικούς ήχους. 







Το τρίτο και, μάλλον, καλύτερο είναι από την Ελληνίδα Μαρίνα - Λαμπρινή Διαμάντη, στο εξωτερικό Marina & The Diamonds, ξέρετε, Diamonds από το Διαμάντη όπως έβγαινε κάποτε το Big Alice από το Μπίγαλης. Η Marina, λοιπόν, γίνεται η Electra Heart, μια persona πολύ μακριά από την ιδιοσυγκρασία της, όπως δηλώνει, αλλά και από τις προηγούμενες δουλειές της. Πριν κάτι μήνες δήλωνε ότι στόχος της ήταν να φτιάξει ένα δίσκο επηρεασμένο από τις αρχαίες Ελληνικές τραγωδίες, θέλοντας να δείξει μέσω του γνωστού τριπτύχου "ύβρις - νέμεσις - τίσις" την παρακμή του Αμερικάνικου ονείρου, ένα tongue-in-cheek στις glamorous συναδέρφους της, τύπου Rihanna, Ke$ha, Katy Perry. Λίγο ειρωνικό, αν σκεφτείς ότι στο "Electra Heart" συνεργάζεται με τον Dr. Luke, παραγωγό της τελευταίας, αλλά και με τον Liam Howe, που κρύβεται πίσω από τη Lana Del Rey, την προσωποποίηση του προκάτ American Dream. Παραδόξως, το concept φαίνεται να δουλεύει, τουλάχιστον στα πρώτα tracks. Το "Bubblegum Bitch" είναι η τέλεια εισαγωγή στο άλμπουμ, ένα χαζοροκάκι επιπέδου Eurovision, με στίχους όπως "I'm miss sugar pink, liquor  liquor lips", όπου η Marina μας συστήνει την Electra Heart, ανεπιτήδευτα fun και κολλητικό, με τα δυνατά beats του "Primadonna" να το διαδέχονται. Η Electra Heart είναι φτηνή, γεμάτη κλισεδούρες, ξανθιά κατεστραμμένη bimbo της επαρχίας, από αυτές που στην Ελλάδα θα άνοιγαν το πρόγραμμα του Βέρτη. Μουσικά όμως, το album εξελίσσεται σε άψογη electropop, βουτηγμένη στη mainstream-ίλα, χρησιμοποιώντας όλες τις τελευταίες τάσεις της pop, όπως το πέρασμα του Diplo στο "Lies" για την υποχρεωτική dubstep πινελιά. Παρ' όλα αυτά, τα κομμάτια είναι καλογραμμένα, διασκεδαστικά και η φωνή της Marina βοηθάει στο να μην ακούγεται φτηνό το τελικό αποτέλεσμα, αφού η ερμηνεία της δεν μπορεί να συγκριθεί με τα autotuned νιαουρίσματα της Rihanna, για παράδειγμα. Κατά τη γνώμη μου, το concept του δίσκου φθίνει από ένα σημείο και μετά, αφήνοντας χώρο για μια πιο ειλικρινή ερμηνεία, κοντά στην προηγούμενη δουλειά της, αλλά αυτό σε καμία περίπτωση δεν είναι αρνητικό. Αυτές οι στιγμές του "Power & Control", του "The State Of Dreaming" ή του "Fear and Loathing" είναι σαφώς ανώτερες από τη φτήνια του "Radioactive", το οποίο χρησιμεύει μόνο ως bonus track. Δεν είχα ακούσει τότε το "The Family Jewels", αλλά ο δεύτερος δίσκος της Marina δείχνει ότι είναι ένα υπολογίσιμο όνομα της pop και ικανοποιεί το εθνικιστικό μας πείσμα, να έχουμε κάποια άξια εκπρόσωπο του ελληνικού ονόματος, κάποια που την προσέχει το καλλιτεχνικό στερέωμα χωρίς να σκούζει "I am Hellene" σε ερασιτεχνικά βιντεάκια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου