Ιδού τι είδαν τα ματάκια μας τις πέντε πρώτες φεστιβαλικές ημέρες!
Holy Motors, του Leos Carax
Είναι μια πολύ ιδιαίτερη εμπειρία η παρακολούθηση του “Holy Motors”. Η κάμερα του Κάραξ ακολουθεί τον εξαιρετικό Ντενί Λαβάν σε ένα διασκεδαστικό, αλλόκοτο, παρανοϊκό, αισθησιακό και συνάμα συγκινητικό κινηματογραφικό ταξίδι, σε ένα Παρίσι που μοιάζει να είναι πιο γοητευτικό (και μελαγχολικό) από ποτέ. Είναι μια ταινία “bigger than life”, γεμάτη αλληγορίες και κινηματογραφικές αναφορές, που είναι όμως πολύ πιθανό να σε κάνει να τραβάς τα μαλλιά σου. Αναμφίβολα παθιασμένος με την τέχνη του, ο Κάραξ, με τον δικό του αινιγματικό τρόπο, εκφράζει τις ανησυχίες του γύρω από τη ζωή, το θάνατο, την ιδιωτικότητα, την οικογένεια, την ομορφιά, το χρήμα και καταφέρνει να κάνει καθηλωτική μια τέρμα σουρεαλιστική και ατίθαση ταινία. Φυσικά, η επιτυχία του τελικού αποτελέσματος οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό και στην εκπληκτική ερμηνεία του Λαβάν, που αναλαμβάνει 9 διαφορετικούς ρόλους (από ζάμπλουτος, οικογενειάρχης επιχειρηματίας, μετατρέπεται σε γύφτισσα ζητιάνα, έπειτα μεταμφιέζεται σε διονυσιακό καλικάντζαρο, και ούτω καθεξής) και καταφέρνει να σε μαγέψει με κάθε έναν από αυτούς. Στα highlights, η εμφάνιση της Εύα Μέντες, σε μια από τις πιο wtf σκηνές της τελευταίας δεκαετίας και η αποθεωτική ερμηνεία του (αντάξιου για Όσκαρ) “Who We Were?” από την Κάιλι (δεν χρειάζεται επίθετο, μία είναι η Κάιλι).
8/10
A Hijacking, του Tobias Lindholm
Πάνω σ’ ένα φορτηγό πλοίο, κάπου στα ανοιχτά του Ινδικού Ωκεανού, ο Δανός μάγειρας περιμένει πώς και πώς να γυρίσει στην πατρίδα για να ξαναδεί τη γυναίκα και τη μικρή του κόρη. Ωστόσο, τα σχέδιά του ξαφνικά βυθίζονται στην αβεβαιότητα όταν μια ομάδα Σομαλών πειρατών καταλαμβάνει το πλοίο και απαιτεί λύτρα από τη ναυτιλιακή εταιρεία στην Κοπεγχάγη. Ο Γενικός Διευθυντής της εταιρείας, με τεράστια εμπειρία στις οικονομικές διαπραγματεύσεις, αποφασίζει να αναλάβει ο ίδιος την ανταλλαγή με τους πειρατές.
Σκηνοθετημένο με νεύρο, μέτρο και ρεαλισμό, το “Μια πειρατεία” μυρίζει μπαρούτι και μοιάζει έτοιμο να εκραγεί ανά πάσα στιγμή. Ο Λίντχολμ φέρνει τους χαρακτήρες και τους ηθοποιούς του στα όρια, απομυζώντας εξαιρετικές, προσγειωμένες ερμηνείες και δημιουργώντας μια ακατάπαυστα τεταμένη ατμόσφαιρα. Εξάλλου και το ίδιο το σενάριο είναι τόσο σφιχτογραμμένο που δεν αφήνει περιθώριο για κοιλιά, μεταφέροντας τον θεατή μία στο πλοίο και μία στα διοικητικά γραφεία, καταγράφοντας παράλληλα πως οι πράξεις του διοικητικού συμβουλίου επηρεάζουν αυτές του πληρώματος και των πειρατών και αντίστοιχα. Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι η ταινία δεν βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, παρότι έχεις διαρκώς την αίσθηση ότι αυτό που βλέπεις θα μπορούσε άνετα να έχει συμβεί και στην πραγματικότητα.
8,5/10
War Witch, του Kim Nguyen
H επίσημη πρόταση του Καναδά για το ξενόγλωσσο Όσκαρ είναι λίγο... μπάχαλο! Μια 14χρονη κοπέλα, η Κομόνα, αφηγείται στο αγέννητο μωρό της την ιστορία της ζωής της, ξεκινώντας από την ημέρα όπου την απήγαγαν αντάρτες και την ανάγκασαν να δολοφονήσει τους γονείς της. Μέγα δράμα, αλλά είναι να απορείς πως παρότι η ταινία προσπαθεί με νύχια και με δόντια να σε συγκινήσει, δεν τα καταφέρνει σχεδόν ποτέ. Γενικά η ταινία σου αφήνει μια περίεργη γεύση. Από τη μία αποτελεί ένα αρκετά στοχευμένο και ορθό σχόλιο για τον πόλεμο, από την άλλη δημιουργεί ένα πολύ τρυφερό ρομάντζο, μια αχτίδα ελπίδας στο βούρκου που έχει πέσει η πρωταγωνίστρια, και εν τέλει καταλήγει σε μια πάλη της Κομόνα με τα φαντάσματα του παρελθόντος. Ωραία όλα αυτά, μόνο που το σενάριο δεν μοιάζει να έχει αρχή, μέση και τέλος, ενώ η ακόρεστη ανάγκη του Nguyen να σε συγκινήσει καταντάει ενοχλητική. Το ίδιο ενοχλητική είναι και η ασταμάτητη (και όταν λέω ασταμάτητη εννοώ ασταμάτητη, δεν αστιεύομαι) κίνηση της κάμερας. Αυτό που λέει η μάνα μου "κάτσε και λίγο ήσυχα, σκουλήκια έχεις στον κώλο σου"; Για να λέμε όμως και του στραβού το δίκαιο, η ταινία υποστηρίζεται επάξια από το πρωταγωνιστικό της καστ, με κορυφαία όλων την πρωταγωνίστρια που ευθύνεται για τις λιγοστές, αυθεντικές στιγμές συγκίνησης που προκάλεσε η ταινία. Με έναν διαφορετικό άνθρωπο πίσω από το σενάριο και την κάμερα ίσως να μιλούσαμε για διαμάντι. Τώρα μιλάμε απλά για μια χαμένη ευκαιρία.
5,5/10
The Deep, του Baltasar Kormakur
4,5/10
Rhino Season, του Bahman Ghobadi
Παρά τις ευγενείς προθέσεις του Γκομπαντί και την εξαιρετική θεματολογία (ένας Κούρδος ποιητής φυλακίζεται για 30 χρόνια επειδή θεωρείται πως δημοσίευσε ποιήματα με πολιτικό περιεχόμενο και μετά την αποφυλάκιση του αναζητά τη γυναίκα του που τον θεωρεί νεκρό), το αποτέλεσμα δεν ήταν το καλύτερο δυνατό. Ένας λυρισμός και μια βαθιά μελαγχολία διαποτίζει το σύνολο της υπέρμετρα στυλιζαρισμένης ταινίας του Γκομπαντί, που χάνει πόντους από το χαωτικό σενάριο της, που πηγαινοέρχεται ασταμάτητα στο χρόνο και σε σημεία παπακαλιατίζει ανεπανόρθωτα. Ακόμα και η φωτογραφία της ταινία, για την οποία βραβεύτηκε Σαν Σεμπαστιάν, δεν πλησιάζει καν τον χαρακτηρισμό "καλύτερος". Τουλάχιστον όμως το "Rhino Season" υποστηρίζεται από ένα αρκετά αξιοπρεπές καστ, μέσα στο οποίο ξεχωρίζει ο πρωταγωνιστής Μπεχρούζ Βοσουγκί (ο οποίος μάλιστα τιμήθηκε από το Φεστιβάλ για το σύνολο της καριέρας του) και η Μόνικα Μπελούτσι, απλά και μόνο επειδή είναι η Μόνικα Μπελούτσι.
4/10
Kauwboy, του Boudewijn Koole
Ο μικρός Γιόγιο ζει με τον οξύθυμο και πολλές φορές επιθετικό πατέρα του. Η μητέρα του βρίσκεται σε περιοδεία στην Αμερική και αυτός βρίσκει συντροφιά σε μια μικρή καρακάξα/καλιακούδα/οιαπόξειςδιίστανται η οποία έχει πέσει από τη φωλιά της και δεν μπορεί να πετάξει. Αποφασίζει να την πάρει σπίτι και να την περιποιηθεί με σκοπό να τη δώσει στη μητέρα του στα γενέθλιά της, κάτι το οποίο δεν αρέσει πολύ στον πατέρα του που θεωρεί ότι τα ζώα και τα φυτά είναι για έξω από το σπίτι και ότι δεν πρέπει να γιορτάζουμε τα γενέθλια κάποιου που δεν είναι παρών.
Η επίσημη πρόταση της Ολλανδίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ είναι ένα τρυφερό δράμα γύρω από ένα παιδί το οποίο προσπαθεί να επιβιώσει σε ένα κόσμο χωρίς πολλούς φίλους, με έναν κυκλοθυμικό πατέρα και μια μητέρα απούσα. Η κάμερα επικεντρώνει το βλέμμα της στον μικρό, χαρισματικό πρωταγωνιστή, βλέπει τα πράγματα μέσα από τα δικά του μάτια. Είναι σχεδόν αδύνατο να μη σου αρέσει μια ταινία που στον πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ένα τόσο γλυκό και ιδιαίτερο πιτσιρίκι. Η αγάπη του απέναντι στον καινούργιο φτερωτό του φίλο, η ανάγκη του να τον περιποιηθεί, ο τρόπος που προβάλει τον εαυτό του μέσα από αυτόν έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τη συμπεριφορά του πατέρα του, που δεν μπορεί να ελέγξει τα νεύρα του και τραυματίζει ψυχολογικά τον μικρό του γιο. Δύο διαφορετικοί κόσμοι που αντιμετωπίζουν με τον δικό τους, προσωπικό τρόπο την απώλεια. Μια όμορφη, μελαγχολική ταινία, που διακατέχεται από μια παιδική αθωότητα που της ταιριάζει τρομερά και που κάνει το φινάλε της ακόμα πιο επώδυνο.
7/10
Fill the Void, της Rama Burshtein
H ισραηλινή πρόταση για το ξενόγλωσσο Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας είναι ουσιαστικά το χρονικό ενός συνοικεσίου. H 18χρονη Σίρα είναι η νεότερη κόρη μιας ορθόδοξης οικογένειας Χασιδιτών Εβραίων από το Τελ Αβίβ και πρόκειται να παντρευτεί έναν νεαρό της ίδιας ηλικίας. Ωστόσο, ανήμερα της γιορτής του Πούριμ, πεθαίνει, πάνω στη γέννα του πρώτου της παιδιού, η 28χρονη αδελφή της, Εσθήρ. Ο θρήνος κι η οδύνη της οικογένειας αναγκάζουν τη Σίρα ν’ αναβάλει το γάμο. Όταν, δε, η μητέρα των κοριτσιών πληροφορείται πως ο Γιοχάι, ο χήρος άντρας της Εσθήρ, πιθανόν να φύγει από το Ισραήλ παίρνοντας μαζί του το μοναδικό της εγγόνι, προτείνει το γάμο ανάμεσα σ’ αυτόν και στη Σίρα.
Η Rama Burshtein, καθοδηγεί συγκρατημένα και με σαφήνεια το πρωταγωνιστικό της καστ, το οποίο ερμηνεύει εξαιρετικά, χωρίς περιττές κουβέντες και με απίστευτη εγκράτεια (σαν σε τελετουργικό), προκαλώντας δέος στις ελάχιστες στιγμές που το βάρος της θλίψης, των ευθυνών και της πίστης τους, τους λυγίζουν και τους αναγκάζουν να ξεσπάνε προκαλώντας μικρές συναισθηματικές εκρήξεις. Οι ακατάπαυστες εναλλαγές στην εξέλιξη του συνοικεσίου, οι οποίες οφείλονται στην εσωτερική πάλη της Σίρα που διχάζεται ανάμεσα στα πρέπει και στα θέλω, μπορεί να θεωρηθεί κουραστική σε σημεία αλλά σε αποζημιώνει με τους τεταμένους διαλόγους ανάμεσα στο πρωταγωνιστικό ζευγάρι, η εξαιρετική χημεία των οποίων γεμίζει την οθόνη με τρομερή ένταση και σεξουαλικότητα.
7/10
Out in the Dark, του Michael Mayer
Δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς την σεναριογράφο Yael Shafrir και τον σκηνοθέτη και συν-σεναριογράφο Michael Mayer το Ισραηλινού, queer δράματος "Έξω στο σκοτάδι" για κακές προθέσεις. Μπορεί όμως να τους κατηγορήσει για ένα πολύ μέτριο αποτέλεσμα. Χαρακτηρίστηκε σκανδαλωδώς ως το "Weekend" της χρονιάς, αλλά φυσικά κάτι τέτοιο απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Το "Έξω στο σκοτάδι" είναι απογοητευτικό. Είναι απογοητευτικό επειδή το σενάριο του είναι παιδιάστικο, γεμάτο ευκολίες και ψευτοεντυπωσιασμούς και θα μπορούσε να είναι άνετα πρόχειρη εργασία για μάθημα σεναριογραφίας σε κάποια σχολή κινηματογράφου, που οριακά θα βαθμολογούταν με βάση. Είναι απογοητευτικό επειδή η νωχελική και ανέμπνευστη σκηνοθεσία του προκαλεί χασμουρητά ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Και φυσικά, επειδή το πρωταγωνιστικό δίδυμο μπορεί να επιβιώνει λόγο της αβάσταχτης γοητείας του Michael Aloni αλλά καταρρακώνεται από την αδυναμία του έτερου του ήμισυ, του Nicholas Jacob (ο Ισραηλινός Hal Sparks, aka Michael Novotny του Queer as Folk), να ανταποκριθεί στις συναισθηματικές απαιτήσεις του ρόλου του. Κρίμα.
3/10
Το πλοίο για την Παλαιστίνη, του Νίκου Κούνδουρου
Η τελευταία ταινία του Κούνδουρου πρέπει να είναι κάποιο είδους φάρσας. Ή απλά διαβάζουμε λάθος την υπόθεση και τελικά πρόκειται για φαρσοκωμωδία επιπέδου θεατρικής επιθεώρησης. Το "Πλοίο για την Παλαιστίνη" είναι τραγελαφικό σε κάθε τομέα. Η παραγωγή είναι επιπέδου TV100 και κάτω, η φωτογραφία ευτελέστατη (σα να έχει περάσει από επεξεργασία στο Movie Maker των Windows ένα πράγμα) και τα σκηνικά άνετα έχουν κλαπεί από κάποια σχολική παράσταση. Τόση φθήνια. Και σα να μη φτάνουν όλα αυτά, το σενάριο είναι εκτός τόπου και χρόνου, όλο το καστ παίζει λες και έχει κολλήσει τη νόσο της Αλέκας της Κόρτεσταρ, τα επιτηδευμένα λάθη στην ομιλία των αλλοδαπών προκαλούν ανελέητο χαχανητό ενώ η απόφαση του Κούνδουρου να τοποθετήσει τους ηθοποιούς του έτσι ώστε πότε κανείς να μην κοιτάει τον άλλον όταν του μιλάει, αλλά να κοιτάνε όλοι προς την μεριά της κάμερας, εγείρει απορίες περί του κατά πόσο ο αγαπητός, κατά τα άλλα, σκηνοθέτης έχει γεράσει τόσο που ήρθε η ώρα να αποσυρθεί. Highlight, η Δέσποινα Μύρου, που άμα ο κόσμος ήταν δίκαιος θα είχε ήδη κερδίσει το Χρυσό Βατόμουρο πριν βγουν καν οι υποψηφιότητες.
0/10
A month in Tailand, του Paul Negoescu
Βράδυ πρωτοχρονιάς. New years resolution. Ο Ράντου δε θέλει ποια να είναι με μια κοπέλα που δεν τον εξιτάρει. Θέλει να επιστρέψει στην παλιά του σχέση, τη Νάντια, που της άρεσε να ταξιδεύει. Θέλει να δει τι πήγε στραβά και να το διορθώσει. Ας ξεκαθαρίσουμε αρχικά ότι το "Ένας μήνας στην Ταϊλάνδη" δεν είναι γυρισμένο στην Ταϊλάνδη. Ο τίτλος αναφέρεται απλά στο όνειρο του πρωταγωνιστή να πάει με την κοπέλα του για διακοπές στην Ταϊλάνδη για ένα μήνα, για να ξεφύγουν από την καθημερινότητά τους. "Τα εισιτήρια είναι λίγο ακριβά, αλλά η ζωή εκεί πολύ φθηνή", αναφέρει επανηλλειμένα ο Ραντού. Είναι ονειροπόλος ο πρωταγωνιστής μας, ονειροπόλος και ρομαντικός. Ή μήπως όχι; Το πάρτυ της πρωτοχρονιάς ξεκινάει με χωρισμό, εξελίσσεται σε μια αναζήτηση που οδηγείται σε έναν καυγά. Ο Ραντού πηγαίνει από το ένα παρτυ στο άλλο ψάχνοντας τη Νάντια. Και εμείς μεταφερόμαστε από κλαμπ σε κλαμπ και από μουσική σε μουσική με ορισμένες εμβόλιμες συζητήσεις του Ραντού με τους φίλους του γύρω από τη φύση των ερωτικών σχέσεων. Αυτό είναι το "Ένας μήνας στην Ταϊλάνδη". Μια γλυκιά ταινία, ειλικρινής και αστεία, μια ευκαιρία για το νεαρό Negoescu να μιλήσει για τους ερωτικούς και συναισθηματικούς του προβληματισμούς, που με ένα πιο πυκνογραμμένο και σφιχτό σενάριο θα είχε απογοηθεί. Αλλά δυστυχώς δεν το έκανε.
6/10
Χιγκίτα, του The Boy
Συνοπτικά, η "Χιγκίτα" θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα βιντεοκλιπίστικο ντελίριο με πολιτικές νύξεις, σεξ και σοφά λόγια από ένα σοφό Αγόρι. Ο The Boy αναλαμβάνει για ακόμη μια φορά σχεδόν όλες της αρμοδιότητες στην ταινία του: είναι σκηνοθέτης, σεναριογράφος, διευθυντής φωτογραφίας, μοντέρ, ηχολήπτης, συνθέτης (φυσικά) και η φωνή που ακούγεται καθόλη τη διάρκεια της ταινίας και αφηγείται την ιστορία της ομάδας. Όχι, οι ηθοποιοί της ταινίας δεν μιλάνε. Δηλαδή μιλάνε αλλά οι φωνές και τα λόγια όλων αντικαθιστούνται από την αφήγηση του The Boy. Και όχι, τελικά η ταινία δεν είναι ένα ασταμάτητο τραγούδι, δεν είναι τόσο συγκλονιστική όσο και οι δίσκοι του The Boy (το "Κουστουμάκι" δηλαδή, οι άλλοι είναι έτσι κι έτσι), αλλά πρόκειται σίγουρα για ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον πρότζεκτ που όμως μπορεί πολύ εύκολα να εξαντλήσει τα όρια και την υπομονή σου. Ειδικά άμα σκεφτείς ότι πρόκειται για μια τρομερά φτηνή παραγωγή, πράγμα που συνεπάγεται κακή φωτογραφία, πολλά κοντινά, θολή εικόνα και άλλα τέτοια όμορφα. Η αφήγηση όμως έχει ορισμένες καλές στιγμές, τόσο καλές που παραμένεις προσκολημένος στη θέση σου ακόμη και αν δυσκολεύεσαι. Μαστουρώμενος πάντως, θαρρώ πως θα την απολαύσεις περισσότερο.
5/10
Your beauty is worth nothing, του Huseyin Tabak
Ένα 12χρονο αγόρι, ο Βέισελ –μισός Κούρδος, μισός Τούρκος– ζει σε μια ξένη χώρα. Στο σχολείο δεν μιλά τη γλώσσα και στο σπίτι υπάρχουν εντάσεις εξαιτίας μιας σύγκρουσης μέσα στην οικογένεια. Νιώθει χαρούμενος μόνο όταν σκέφτεται την Άννα, ένα κορίτσι στην τάξη του, με το οποίο είναι τρελά ερωτευμένος. Στο σχολείο πρέπει να διαβάσει ο κάθε μαθητής από ένα ποίημα, και με τη βοήθεια του ματσό γείτονά του, ο Βέισελ θα προσπαθήσει να μάθει απέξω το αγαπημένο του ερωτικό τραγούδι, στα γερμανικά, για να το αφιερώσει στην Άννα.
Σε έναν σχεδόν βουβό ρόλο, ο μικρός Abdulkadir Tuncer, κουβαλάει όλη την ταινία πάνω στους ώμους του, ή, για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, πάνω στο εκφραστικό του πρόσωπο. Η βαθιά συγκινητική του ερμηνεία, οι εναλλαγές ανάμεσα στην καλπάζουσα φαντασία του και την άδικη πραγματικότητα (εξίσου επώδυνο με το αντίστοιχο Expectations/Reality του 500 Days of Summer), ο τρόπος με τον οποίο ο χαρακτήρας του βιώνει και αντιμετωπίζει καθημερινά την προβληματική οικογενειακή του κατάσταση ενώ ταυτόχρονα πρέπει να αντεπεξέλθει στο γερμανόφωνο σχολείο του και να κοιμάται κάθε βράδυ υπό τους ήχους των τσακωμών των γονιών του και των λυγμών της μητέρας του, όλα αυτά μαζί αλλά και κάθε ένα ξεχωριστά, δημιουργούν μια ταινία σπαρακτική, που χωρίς να εκβιάζει συναισθήματα πλάθει έναν αθώο παιδικό κόσμο όπου ακόμα και η πιο σκληρή πραγματικότητα μπορεί να αντιμετωπιστεί με το χαμόγελο που σου προκαλεί ο αγνός, νεανικός έρωτας. Και εμένα το πρόσωπο μου γεμίζει δάκρυα.
9/10
The Color of the Chameleon, του Emil Hristow
Πολύ ιδιόρρυθμη ταινία και ακόμα πιο ιδιόρρυθμος πρωταγωνιστής. Η αλήθεια είναι ότι το "Χρώμα του Χαμαιλέοντα" εκπέμπει μια τρελή (στην κυριολεξία) γοητεία την οποία οφείλει στον καταπληκτικό πρωταγωνιστή της, Ruscen Vidinliev (στον ρόλο ενός εθισμένου αυνανιστή ο οποίος προσλαμβάνεται από τη μυστική αστυνομία της Βουλγαρίας ως κατάσκοπος), και στο απαράμιλλο στυλ της. Με μια εξαιρετική 80s αισθητική (αξιέπαινη η δουλειά τόσο του διευθυντή φωτογραφίας όσο και του σκηνογράφου της ταινίας) σε παρασύρει μέσα σε μια ιστορία που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα κράμα κατασκοπευτικής περιπέτειας και μαύρη κωμωδίας. Μπορεί συνολικά να αντιμετωπίζει κάποια σεναριακά προβλήματα, αλλά ορισμένες σκηνές της είναι τόσο άψογα εκτελεσμένες που σου μένουν αξέχαστες. Για παράδειγμα, η σκηνή όπου ο πρωταγωνιστής προσπαθεί να πνίξει την σπιτονοικοκυρά του βάζοντας ένα χρυσόψαρο στο στόμα της ή το εξαιρετικής σύλληψης μοντάζ κατά το οποίο ο πρωταγωνιστής συνομιλεί με τους υποψήφιους κατασκόπους συνεργάτες του. Είναι μια απρόσμενα διασκεδαστική ταινία. Έχει χιούμορ, σπιρτάδα, μπόλικη τρέλα, παράξενους χαρακτήρες, έναν καταπληκτικό πρωταγωνιστή, θεσπέσια αισθητική και μια σινεφίλ αύρα που μετράει πάντα υπέρ.
7/10
(Τα περισσότερα από τα κείμενα είναι αναδημοσιευμένα και προσαρμοσμένα από τα αντίστοιχα στο reel.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου